Από μια (λεπτή) κλωστή
κρέμεται η αξιολόγηση
Η βεβαιότητα της κυβέρνησης για άμεση ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης θεωρείται παρακινδυνευμένη πρόβλεψη
Ελενα Λάσκαρη | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 04/03/2017 08:00 | TA NEA
«Κουρέψτε το χρέος», «ΔΝΤ φύγε»... Συνθήματα μιας άλλης – όχι πολύ μακρινής – εποχής που δεν εισακούσθηκαν...
Η διαπραγμάτευση με τους δανειστές βρίσκεται για μία ακόμη φορά σε οριακό σημείο. Κυβέρνηση και κουαρτέτο δεν έχουν καταφέρει να βρουν έως σήμερα σημείο επαφής ούτε καν στα προκαταρκτικά της δεύτερης αξιολόγησης και ο στόχος για επίτευξη συμφωνίας ώς το επόμενο Eurogroup κρίνεται και πάλι επισφαλής. Στο ίδιο έργο θεατές με την οικονομία να σκιάζεται από την αβεβαιότητα.
Οι διαφωνίες αναδείχθηκαν από την πρώτη στιγμή όπου επιχειρήθηκε να γίνει συζήτηση για τα δημοσιονομικά. Διαπιστώθηκαν, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση των διεργασιών, «πολλές διαφωνίες τόσο για τα μέτρα όσο και για τα αντίμετρα, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και στον χρόνο και τον τρόπο ενεργοποίησης των αντισταθμιστικών».
Το πολιτικό περιτύλιγμα για το μαχαίρι στο αφορολόγητο και τις συντάξεις τσάκισε ήδη από το βράδυ της Τρίτης, όταν η συζήτηση για τα δημοσιονομικά με το κουαρτέτο διακόπηκε πριν καλά καλά ξεκινήσει και η υπουργική ομάδα των διαπραγματευτών έφυγε σαν σφαίρα από το υπόγειο του Χίλτον.
Την επομένη επιχειρήθηκε νέα προσέγγιση και οι πρώτες επίσημες πληροφορίες για διαφωνίες βγήκαν στο προσκήνιο. Εκτοτε το θέμα παραπέμφθηκε στα τεχνικά κλιμάκια με στόχο την αναζήτηση μιας καταρχάς συμφωνίας πρώτα στο ύψος των μέτρων που πρέπει να ληφθούν ώστε να επιχειρηθεί ένα επόμενο βήμα προσέγγισης στη συνέχεια.
«ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΙΣ». Το ενδεχόμενο αποχώρησης του κουαρτέτου χωρίς συμφωνία για μία ακόμα φορά δεν μπορεί να αποκλειστεί. Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι «το πιο πιθανό είναι να κλείσει τις επόμενες ημέρες το Staff Level Agreement με αμοιβαίες υποχωρήσεις», επιχειρώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις που προκλήθηκαν από δηλώσεις ευρωπαίου αξιωματούχου για λαθεμένη «μετάφραση» της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα των αντιμέτρων.
Εκεί κρύβεται επί της ουσίας το κλειδί που μπορεί να επιταχύνει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση τις εξελίξεις, αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και το χρονικό σημείο ενεργοποίησης των μέτρων.
Μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, ο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ, ανοίγοντας το παράθυρο επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, είχε αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει αναπτυξιακά αντίμετρα «εφόσον προκύψει δημοσιονομικός χώρος» μετά το 2018. Οπως είχε πει μάλιστα, αν θέλει η κυβέρνηση μπορεί και να τα ψηφίσει εκ των προτέρων. Η ενεργοποίησή τους όμως ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι ήταν υπό αίρεση.
Οπως εξηγούσαν στη συνέχεια πηγές των δανειστών, η κυβέρνηση θα μπορούσε σε πλήρη συμφωνία με τους θεσμούς να προχωρήσει σε αναπτυξιακού χαρακτήρα αντίμετρα εφόσον το 2018 προκύψει πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5% του ΑΕΠ εντός του δημοσιονομικού χώρου που θα δημιουργείται. Κυβερνητικά στελέχη κοινοποιούσαν κάτι εντελώς διαφορετικό. Μιλούσαν για 2% του ΑΕΠ μέτρα και 2% του ΑΕΠ αντίμετρα.
Πρώτο λάθος στη μετάφραση κατά την άποψη των δανειστών. Τα αντίμετρα θα έχουν την έκταση που προσδιορίζεται από την υπέρβαση του στόχου για το πλεόνασμα. Αν το 2018 κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα 4% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5%, θα είναι το ανώτατο μισή μονάδα του ΑΕΠ.
Η δεύτερη εστία σοβαρών διαφωνιών ανέκυψε ως προς το μείγμα των αντιμέτρων. Πηγές των δανειστών αναφέρουν ότι αυτά θα πρέπει να έχουν «σαφή αναπτυξιακό προσανατολισμό, στοχεύοντας παράλληλα σε ενίσχυση δράσεων κοινωνικής προστασίας». Η κυβέρνηση όμως άρχισε να διατυμπανίζει λίγα λεπτά μετά την ολοκλήρωση του Eurogroup ότι θα υπάρξει μείωση κατά 30%-35% του ΕΝΦΙΑ, με ορισμένα στελέχη μάλιστα να αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο οι ελαφρύνσεις στον φόρο ακινήτων να έχουν ισχύ ακόμα και από το 2018. Απίθανο σενάριο κατά τους δανειστές ως προς τον χρόνο, ενώ η μείωση του ΕΝΦΙΑ δεν είναι μάλλον στις προτεραιότητές τους. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις και η μείωση των ανώτατων συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Η μείωση του ΦΠΑ είναι υπό συζήτηση.
Η τρίτη εστία διαφωνιών είναι το ύψος των μέτρων. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έβαλε νερό στο κρασί του κατεβάζοντας τον πήχη των απαιτήσεών του από το 2,5% του ΑΕΠ στο 2% ή από τα 4,5 δισ. ευρώ στα 3,6 δισ. Στην απαίτηση αυτή συντάχθηκαν παρά τις αρχικές διαφωνίες όλοι οι εκπρόσωποι των δανειστών.
Η ελληνική κυβέρνηση όμως επιδιώκει περαιτέρω μείωση του πακέτου. Υποστηρίζει και έθεσε στη διάθεση των τεχνικών κλιμακίων όλα τα διαθέσιμα στοιχεία ότι η περσινή υπεραπόδοση του πλεονάσματος (αντί για 0,5% του ΑΕΠ διαπιστώνεται πλεόνασμα το οποίο δεν αποκλείεται να αγγίξει ακόμα και το 3% κατά τους ελληνικούς υπολογισμούς) έχει διατηρήσιμα χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό και, επομένως, το πακέτο μέτρων μπορεί να μειωθεί έως και στο 1,5% του ΑΕΠ ή στα 2,7 δισ.
Το μείγμα των μέτρων είναι αδιαπραγμάτευτο από την πλευρά των δανειστών. Κατά το ήμισυ θα προκύψει από το μαχαίρι στο αφορολόγητο το 2019 και το υπόλοιπο από τις περικοπές στις συντάξεις το 2020.
ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΣΤΟ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟ. Η εικόνα που αποκομίζει κανείς συνομιλώντας με αρμόδιες πηγές είναι ότι η μείωση του αφορολογήτου σε επίπεδο ανάμεσα στα 5.000 και 6.000 ευρώ (επικρατέστερο σενάριο τα 5.900 ευρώ) είναι ήδη κλειδωμένη με παράλληλη αλλαγή στους φορολογικούς συντελεστές. Εκτός κι αν στραβώσει συνολικά η διαπραγμάτευση.
Οσον αφορά τις συντάξεις, το οικονομικό επιτελείο πασχίζει να βρει εναλλακτικούς τρόπους μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης χωρίς να κόψει την προσωπική διαφορά. Ενα τέτοιο εγχείρημα κρίνεται αδύνατο από γνώστες της κοινωνικής ασφάλισης. Χωρίς μαχαίρι στις συντάξεις δεν βγαίνει 1,8 δισ. ευρώ.
Η επόμενη γραμμή άμυνας της κυβέρνησης φαίνεται να είναι η σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (μεταφράζεται σε μειώσεις των καταβαλλόμενων συντάξεων έως και 30%) με ορίζοντα πενταετίας, από το 2020. Προς το παρόν οι δανειστές ζητούν μαχαίρι μια κι έξω το 2020.
Προκειμένου να υπάρξει φως στο τούνελ της επιχειρούμενης συμφωνίας οι επικεφαλής του κουαρτέτου δεν θα πρέπει να αναχωρήσουν στις αρχές της επόμενης εβδομάδας όπως είναι προγραμματισμένο. Είναι διατεθειμένοι να μείνουν περισσότερο στην Αθήνα «αν υπάρξει μεγάλη πρόοδος» αναφέρει ευρωπαϊκή πηγή, σημειώνοντας όμως ότι «κάτι τέτοιο δεν φαίνεται με τα σημερινά δεδομένα».